λαρυγγοτομία

λαρυγγοτομία
λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία
fem nom/voc/acc dual
λαρυγγοτομίᾱ , λαρυγγοτομία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγοτομία — η (Α λαρυγγοτομία) [λαρυγγοτομώ] νεοελλ. διάνοιξη τού λαρυγγικού τοιχώματος για θεραπευτικούς σκοπούς αρχ. η κοπή τού λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοτομία — η (ιατρ.), τομή και διάνοιξη του λάρυγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρυγγοτομίας — λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem acc pl λαρυγγοτομίᾱς , λαρυγγοτομία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοτομικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαρυγγοτομία. επίρρ... λαρυγγοτομικώς και ά με βάση τις ενδείξεις τής λαρυγγοτομίας …   Dictionary of Greek

  • λαρυγγοτόμος — ο το όργανο με το οποίο γίνεται η λαρυγγοτομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”